καμισάτοι

καμισάτοι
καμισᾱτοι, οἱ (Μ) [καμίσιον]
εκκλ. στο Βυζάντιο κατώτεροι κληρικοί που φορούσαν καμίσιον* και βοηθούσαν τους ιερείς στην τέλεση της θείας λειτουργίας, φρόντιζαν να φέρνουν ανθρακιά στο θυσιαστήριο, να ετοιμάζουν το «ζέον» για τη θεία κοινωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμίσιον — καμίσιον, τὸ (AM Μ, και καμίσιν) είδος φορέματος, ίσως πουκάμισο που φορούσαν οι καμισάτοι*, αλλ. καμάσιον αρχ. στρατιωτικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. camisia, που είναι δάνειο πιθ. από την Κελτική. Η λ. καμίσιον μαρτυρείται ως β συνθετικό στον τ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”